Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013


 Ο λοιμός της Αθήνας - Ιστορία Δ΄ τάξης

Την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου την έκαμε η Θήβα η οποία ανήκε στην Πελοποννησιακή Συμμαχία. Επετέθη εναντίον των Πλαταιών που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων. Η Αθήνα έστειλε βοήθεια στους Πλαταιείς και επομένως πρώτος ο Περικλής παραβίασε τις Τριακονταετείς Σπονδές.
Ο Αρχίδαμος που βρισκόταν στον Ισθμό της Κορίνθου έστειλε αγγελιοφόρο στην Αθήνα για διπλωματικές συζητήσεις, αλλά δεν έγινε δεκτός στην Αθήνα. Το θεριό του Εγώ που ήταν και είναι η καταστροφή των Ελλήνων. Ο Αρχίδαμος τότε εισέβαλε στο Θριάσιο πεδίο, λεηλάτησε την Ελευσίνα και τους αγρούς και στρατοπέδευσε στο Δήμο Αχαρνών, στο σημερινό Μενίδι, ενώ ο Περικλής ενέκλεισε όλο τον πληθυσμό της Αττικής στα τείχη με 4 χιλιάδες ετοιμοπόλεμους οπλίτες. Ο Αρχίδαμος από τους Αμπελοκήπους έως την Κηφισιά, έως τη σημερινή Αγία Παρασκευή κατέστρεψε τους αγρούς με τις εσοδείες που θα απέδιδαν. Αν και παρέμεινε 40 ημέρες, ο Περικλής δεν επέτρεψε στο στρατό του να βγει από τα τείχη και να συγκρουστεί με το σπαρτιατικό στρατό, αλλά έστειλε 100 πλοία και έκαναν αποβάσεις στην Πελοπόννησο και καταστροφές. Κατά το φθινόπωρο του 431 π.Χ. ο Αθηναϊκός στρατός εισέβαλε στην επικράτεια των Μεγάρων και προξένησαν ζημιές. Πριν κλείσει ο χρόνος του 431 π.Χ. ο Περικλής για να εμψυχώσει τους αθηναίους διοργάνωσε επίσημη εκφορά των οπλιτών που φονεύθηκαν εκφωνώντας τον επιτάφιο λόγο του τον οποίο διέσωσε ο Θουκυδίδης που τότε ήταν περίπου 30 ετών.
Επάνω σε 10 άμαξες υπήρχαν 10 φέρετρα όσες οι φυλές της Αττικής επιμελώς ντυμένα και στο καθένα ήταν τα οστά των οπλιτών της φυλής που έπεσαν πολεμώντας για την πατρίδα. Στο τέλος της πομπής υπήρχε και μια άμαξα της οποίας το φέρετρο ήταν κενό, για τους οπλίτες των οποίων τα πτώματα δεν ευρέθησαν και επομένως και τα οστά τους. Η ταφή των οστών έγινε σε τιμητική θέση στον Κεραμικό, στο επίσημο Σήμα, στο επίσημο νεκροταφείο.
Την άνοιξη του 430 π.Χ. ο Αρχίδαμος επανήλθε και κατευθύνθηκε στην περιοχή του Λαυρίου, όπου προξένησε σοβαρές καταστροφές ελπίζοντας να γονατίσει το λαό της Αττικής και η ηγεσία του να ζητήσει ανακωχή, αφού η γη της Αττικής δεν τροφοδοτούσε πλέον τον πληθυσμό της και μόνο ό,τι έφερναν τα φορτηγά καράβια από άλλες περιοχές.
Όσο ο βασιλιάς της Σπάρτης λεηλατούσε και κατέστρεφε την παραγωγή καίγοντας σπαρτά, αμπέλια, ελιές φρουτόδεντρα, ο Περικλής με 100 πολεμικά στα οποία τα 50 ήταν από τη Χίο και τη Λέσβο και με 4 χιλιάδες οπλίτες έσπευσε στην Επίδαυρο και την Τροιζήνα για αντίποινα. Όμως καθώς πλησίαζε το φθινόπωρο στην πόλη, στην περίλαμπρη πόλη της θεάς Αθηνάς έπεσε μια φοβερή συμφορά, ένας φοβερός λοιμός.
Ο λοιμός επεξετάφηκε τάχιστα. Πρόσβαλλε παιδιά και άμαχο πληθυσμό κάθε ηλικίας ακόμα και οπλίτες. Κράτησε περίπου 4 χρόνια και εξόντωσε το 1/3 του πληθυσμού της Αττικής. Στο λοιμό συντέλεσε και ο εγ-κλεισμός του λαού του κατά καιρούς στα τείχη των Αθηνών, στα μακρά τείχη και στον περιτειχισμένο Πειραιά. Εκτός του άμαχου πληθυσμού πρόσβαλλε και οπλίτες που εξόντωσε πάνω από 1.500 άντρες.
Πολλοί διερωτώνται από πού εισέβαλε ο φοβερός αυτός λοιμός; Το κράτος της Αθήνας και για να ακριβολογούμε η αυτοκρατορία των Αθηνών διεξήγαγε εμπόριο σε όλη τη Μεσόγειο και με τα Μεσογειακά παράλια της Αφρικής. Επομένως οι Πειραιώτες είχαν επικοινωνία όχι μόνο με τους λαούς αυτούς, αλλά στα εμπορικά τους πλοία είχαν και πληρώματα απ’ αυτούς. Επίσης το δουλεμπόριο δεν απαγορεύονταν και στην αγορά του Πειραιά υπήρχε ειδικός χώρος που πουλιόνταν δούλοι και δούλες φερμένους και από την Αφρική.
Άρα η πιο πιθανή πηγή του μικροβίου ήταν να μεταφέρθηκε από την Αφρική. Επειδή οι κάτοικοι του Πειραιά υδρεύονταν από δεξαμενές και το νερό ήταν στάσιμο και γι’ αυτό η μετάδοση της επιδημικής νόσου ήταν εύκολη. Εκτός τούτου δούλους και δούλες αγόραζαν κατά το πλείστο οι Αθηναίοι. Με 130 έως 150 δραχμές πωλούνταν οι κοπέλλες και τα παλικάρια και ανάλογα με την ηλικία άνω των 20 ετών στα 50 οι τιμές κατέβαιναν έως και 35 δραχμές. Αν μία δούλη ή ένας δούλος είχε μικρόβιο που δεν είχε ακόμα επωασθεί και εκδηλωνόταν η διάδοση του μικροβίου ήταν ευκολότατη, διότι οι δούλες και οι δούλοι κατοικούσαν μέσα στις οικογενειακές εστίες.
Φαίνεται, ότι δια πρώτη φορά ο επιδημικός αυτός λοιμός εμφανίστηκε στην Αθήνα και δεν απομονώθηκαν οι πρώτοι ασθενήσαντες και η διάδοση ήταν ραγδαία, επειδή ο συνωστισμός μέσα από τα τείχη ήταν μεγάλος λόγω του πολέμου.
Όμως ποια να ήταν η φονική αυτή ασθένεια; Να ήταν δάγκειος πυρετός, πανώλη, οστρακιά, τύφος; Σήμερα, ύστερα από 2.440 χρόνια οι γιατροί αποφαίνονται, ότι η πιο πιθανή λοιμώδης ασθένεια ήταν ο τυφοειδής πυρετός. Οι Αθηναίοι γιατροί, οι Ασκληπιάδες δεν μπόρεσαν να κτυπήσουν το μικρόβιο. Σωτήρια λύση ήταν ν’ ανοίξουν οι πύλες των τειχών και να σκορπίσουν όλοι στους αγρούς και ο ένας μακριά από τον άλλο, αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό. Τι θα έτρωγαν; Που θα κοιμούνταν; Κι όταν ξανάρχονταν οι Σπαρτιάτες; Θα ήταν υποχρεωμένοι να ξανακλειστούν στα τείχη. Τότε τα μικρόβια δεν είχαν καθόλου μελετηθεί και επομένως δεν υπήρχαν αντίδοτα.
Ποια όμως ήταν τα συμπτώματα της λοιμώδους αρρώστειας: Σ’ όποιο μικρό ή μεγάλο μετεδίδετο το μικρόβιο ανέβαζε πυρετό. Κοκκίνιζαν το πρόσωπο και τα μάτια, κοκκίνιζε ο λάρυγγας και η γλώσσα, άρχισε να φλέγεται το στήθος, δυσκολευόταν η αναπνοή, κατέβαινε η φλόγωση στο στομάχι, έκανε εμετούς και δεν μπορούσε ο ασθενής να σιτιστεί. Ύστερα η φλόγωση κατέληγε στην κοιλιά και επακολουθούσαν συνεχείς διάρροιες. Όλο το σώμα καιγόταν και πολλοί έπεφταν στα πηγάδια για να γλυτώσουν από τη φλόγωση και τέλος το σώμα γέμιζε φλύκταινες και το πρόσωπο παραμορφωνόταν. Στους 100 γλίτωνε ένας, αν ήταν νέος. Ένας από αυτούς που επέζησαν ήταν και ο Θουκυδίδης που τότε ήταν 30 ετών. Αν και προσεβλήθη, κατάφερε και γλίτωσε σωματικά, και ψυχικά και μας άφησε ένα αιώνιο γραπτό μνημείο, έγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου από τα αίτια 479 π.Χ. έως 413 π.Χ. και επειδή απεβίωσε το διάστημα ως το 403 π.Χ. το συνέγραψε ο Ξενοφών.
Εάν μερικά μεγάλης ηλικίας κατάφερναν να επιβιώσουν, πάθαιναν αμνησία ή παραλυσία. Περισσότεροι ολική και οι ελάχιστοι μερική. Και τώρα ας κάνουμε μια περιήγηση στην πόλη της Αθήνας τη χρονιά του 429 π.Χ. Πλησιάζουμε στην πύλη των τειχών ερχόμενοι από το δρόμο που οδηγούσε προς τις Αχαρνές. Οι φρουροί άνοιξαν το ένα φύλλο της βαριάς σιδερόφρακτης πόρτας και μπαίνουμε στην πόλη. Απέναντι μας η Ακρόπολη στις δόξες της, έγχρωμη, λαμπρή. Στους δρόμους λίγοι κυκλοφορούν. Το θέαμα στην πόλη φρικώδες. Πτώματα εδώ, πτώματα εκεί και πολλά σε αποσύνθεση. Ακόμα και μέσα σε ναούς διαβιούν άνθρωποι και έξω από αυτούς πτώματα. Οι εντεταλμένοι του Δήμου φορείς δεν προλαβαίνουν να τους ενταφιάζουν έστω και σωρηδόν. Να εδώ είναι το σπίτι της δεκάχρονης Μύρτιδος. Όλη η οικογένεια εξολοθρεύτηκε, οι γονείς της, ο αδελφός της και η ίδια. Αυτή την ώρα μια άμαξα του Δήμου ήρθε και φορτώνει τα 4 πτώματα. Τα μάτια μας γέμισαν δάκρυα. Σαν να ακούσαμε τη φωνή της Μύρτιδος ικετευτικά να λέει: θέλω να ζήσω, να ζήσω…» καθώς έφευγε η άμαξα. Ο ενταφιασμός έγινε σε ένα τάφο στον Κεραμεικό.
Η Μύρτις, η δεκάχρονη Αθηναία ύστερα από 2.429 χρόνια ήρθε εικονικά στη ζωή και με ένα γλυκό χαμόγελο μας υποδέχεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της λεωφόρου Πατησίων. Ανευρέθηκε ο τάφος της οικογενείας και η Μύρτις σαν να προσπαθούσε να αναβιώσει διατήρησε το κρανίο της ανέπαφο και μόνο ένα κομμάτι έλειπε από τη μυτούλα της. Βάσει του κρανίο της οι επιστήμονές μας στους οποίους υποκλινόμαστε με θαυμασμό, αναπαράστησαν το κεφαλάκι της και το σωματάκι της πάνω από τον κοιλιακό χώρο. Σαν να ξέχασε τη φλόγωση του κορμιού της, όταν το κατάτρωγε ο λοιμός και με τα ζωντανά λαμπερά της μάτια, μας ψιθυρίζει: Να’ μαι, ζω, είμαι η Μύρτις που μπήκα στον τελειωμένο Παρθενώνα και είδα και τον Περικλή και την ομορφιά της Ασπασίας. Στην Ακρόπολη της Αθήνας νόμιζα, ότι βρισκόμουν στους ουρανούς και όχι στη γη και ότι αυτά ήταν έργα Θεών και όχι ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.